- υπογοναδισμός
- ο, Νβιολ. ενδοκρινική διαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από ανώμαλα μειωμένη λειτουργική δραστηριότητα τών γονάδων, δηλαδή των σεξουαλικών αδένων, και συνοδεύεται από καθυστέρηση τής αύξησης και τής σεξουαλικής ανάπτυξης (α. «θηλυκός υπογοναδισμός» β. «άρρενας [ή αρσενικός] υπογοναδισμός»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypogonadisme (< υπ[ο]-* + γονάς + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.